Translation meaning & definition of the word "pater" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πατέρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pater
[Πιτσιρικά]/petər/
noun
1. An informal use of the latin word for father
- Sometimes used by british schoolboys or used facetiously
- synonym:
- pater
1. Μια άτυπη χρήση της λατινικής λέξης για τον πατέρα
- Μερικές φορές χρησιμοποιείται από βρετανούς μαθητές ή χρησιμοποιείται προσωπικά
- συνώνυμο:
- πατέρασ