Translation meaning & definition of the word "pate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πατέρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pate
[Πατέ]/pet/
noun
1. Liver or meat or fowl finely minced or ground and variously seasoned
- synonym:
- pate
1. Συκώτι ή κρέας ή πουλί ψιλοκομμένο ή αλεσμένο και διάφορα καρυκεύματα
- συνώνυμο:
- πατέ
2. The top of the head
- synonym:
- pate ,
- poll ,
- crown
2. Η κορυφή του κεφαλιού
- συνώνυμο:
- πατέ ,
- δημοσκόπηση ,
- στέμμα