Translation meaning & definition of the word "patch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρτίδα" στην ελληνική γλώσσα
Patch
[Πατώ]noun
1. A small contrasting part of something
- "A bald spot"
- "A leopard's spots"
- "A patch of clouds"
- "Patches of thin ice"
- "A fleck of red"
- synonym:
- spot ,
- speckle ,
- dapple ,
- patch ,
- fleck ,
- maculation
1. Ένα μικρό αντίθετο μέρος από κάτι
- "Φαλακρό σημείο"
- "Τα σημεία μιας λεοπάρδαλης"
- "Ένα κομμάτι σύννεφα"
- "Ατμόσφαιρες λεπτού πάγου"
- "Ένας κατακόκκινος"
- συνώνυμο:
- σημείο ,
- στίγμα ,
- αναλαμπή ,
- έμπλαστρο ,
- φλαμ ,
- ωρίμανση
2. A small area of ground covered by specific vegetation
- "A bean plot"
- "A cabbage patch"
- "A briar patch"
- synonym:
- plot ,
- plot of land ,
- plot of ground ,
- patch
2. Μια μικρή έκταση εδάφους που καλύπτεται από συγκεκριμένη βλάστηση
- "Μια πλοκή φασολιών"
- "Ένα έμπλαστρο λάχανου"
- "Ένα μπριάρ έμπλαστρο"
- συνώνυμο:
- οικόπεδο ,
- έμπλαστρο
3. A piece of cloth used as decoration or to mend or cover a hole
- synonym:
- patch
3. Ένα κομμάτι ύφασμα που χρησιμοποιείται ως διακόσμηση ή για να επιδιορθώσει ή να καλύψει μια τρύπα
- συνώνυμο:
- έμπλαστρο
4. A period of indeterminate length (usually short) marked by some action or condition
- "He was here for a little while"
- "I need to rest for a piece"
- "A spell of good weather"
- "A patch of bad weather"
- synonym:
- while ,
- piece ,
- spell ,
- patch
4. Μια περίοδος απροσδιόριστου μήκους (συνήθως κοντ) που χαρακτηρίζεται από κάποια δράση ή πάθηση
- "Ήταν εδώ για λίγο"
- "Πρέπει να ξεκουραστώ για ένα κομμάτι"
- "Ένα ξόρκι καλού καιρού"
- "Ένα κομμάτι κακού καιρού"
- συνώνυμο:
- ενώ ,
- κομμάτι ,
- ξόρκι ,
- έμπλαστρο
5. A short set of commands to correct a bug in a computer program
- synonym:
- patch
5. Ένα σύντομο σύνολο εντολών για να διορθώσετε ένα σφάλμα σε ένα πρόγραμμα υπολογιστή
- συνώνυμο:
- έμπλαστρο
6. A connection intended to be used for a limited time
- synonym:
- temporary hookup ,
- patch
6. Σύνδεση που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για περιορισμένο χρονικό διάστημα
- συνώνυμο:
- προσωρινή σύνδεση ,
- έμπλαστρο
7. Sewing that repairs a worn or torn hole (especially in a garment)
- "Her stockings had several mends"
- synonym:
- mend ,
- patch ,
- darn
7. Ράψιμο που επισκευάζει μια φθαρμένη ή σχισμένη τρύπα (ειδικά σε ένα ρούχο
- "Οι κάλτσες της είχαν αρκετές επιδιορθώσεις"
- συνώνυμο:
- επιμελώ ,
- έμπλαστρο ,
- νταρν
8. A protective cloth covering for an injured eye
- synonym:
- eyepatch ,
- patch
8. Ένα προστατευτικό πανί που καλύπτει για ένα τραυματισμένο μάτι
- συνώνυμο:
- προσοφθάλμιο ,
- έμπλαστρο
9. A piece of soft material that covers and protects an injured part of the body
- synonym:
- bandage ,
- patch
9. Ένα κομμάτι μαλακό υλικό που καλύπτει και προστατεύει ένα τραυματισμένο μέρος του σώματος
- συνώνυμο:
- επίδεσμος ,
- έμπλαστρο
verb
1. To join or unite the pieces of
- "Patch the skirt"
- synonym:
- patch ,
- piece
1. Να ενώσει ή να ενώσει τα κομμάτια του
- "Τραβήξτε τη φούστα"
- συνώνυμο:
- έμπλαστρο ,
- κομμάτι
2. Provide with a patch
- Also used metaphorically
- "The field was patched with snow"
- synonym:
- patch
2. Παρέχετε ένα έμπλαστρο
- Χρησιμοποιείται και μεταφορικά
- "Το χωράφι ήταν πατημένο με χιόνι"
- συνώνυμο:
- έμπλαστρο
3. Mend by putting a patch on
- "Patch a hole"
- synonym:
- patch ,
- patch up
3. Επιδιορθώστε βάζοντας ένα έμπλαστρο
- "Τρυπήστε μια τρύπα"
- συνώνυμο:
- έμπλαστρο ,
- εμπλέκω
4. Repair by adding pieces
- "She pieced the china cup"
- synonym:
- piece ,
- patch
4. Επισκευή με την προσθήκη των κομματιών
- "Αναπτύχθηκε το κύπελλο της κίνας"
- συνώνυμο:
- κομμάτι ,
- έμπλαστρο