Translation meaning & definition of the word "pat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ατενέρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pat
[Πατ]/pæt/
noun
1. The sound made by a gentle blow
- synonym:
- pat ,
- rap ,
- tap
1. Ο ήχος φτιαγμένος από ένα απαλό χτύπημα
- συνώνυμο:
- πατ ,
- ραπ ,
- πατήστε
2. A light touch or stroke
- synonym:
- tap ,
- pat ,
- dab
2. Μια ελαφριά αφή ή ένα εγκεφαλικό επεισόδιο
- συνώνυμο:
- πατήστε ,
- πατ ,
- νταμπ
verb
1. Pat or squeeze fondly or playfully, especially under the chin
- synonym:
- chuck ,
- pat
1. Χτυπήστε ή πιέστε με αγάπη ή παιχνιδιάρικα, ειδικά κάτω από το πηγούνι
- συνώνυμο:
- τσοκ ,
- πατ
2. Hit lightly
- "Pat him on the shoulder"
- synonym:
- dab ,
- pat
2. Χτυπώ ελαφρά
- "Τον πατάτε στον ώμο"
- συνώνυμο:
- νταμπ ,
- πατ
adjective
1. Having only superficial plausibility
- "Glib promises"
- "A slick commercial"
- synonym:
- glib ,
- pat ,
- slick
1. Έχοντας μόνο επιφανειακή ευλογοφάνεια
- "Γυαλιστερές υποσχέσεις"
- "Ένα εμπορικό κέντρο"
- συνώνυμο:
- λάμψη ,
- πατ ,
- παίζω
2. Exactly suited to the occasion
- "A pat reply"
- synonym:
- pat
2. Ακριβώς κατάλληλο για την περίσταση
- "Μια απάντηση"
- συνώνυμο:
- πατ
adverb
1. Completely or perfectly
- "He has the lesson pat"
- "Had the system down pat"
- synonym:
- pat
1. Εντελώς ή τέλεια
- "Έχει το μάθημα πατ"
- "Έχω το σύστημα κάτω"
- συνώνυμο:
- πατ