Translation meaning & definition of the word "pastry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζαχαροπλαστείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pastry
[Ζαχαροπλαστική]/pestri/
noun
1. A dough of flour and water and shortening
- synonym:
- pastry ,
- pastry dough
1. Μια ζύμη αλεύρι και νερό και συντόμευση
- συνώνυμο:
- ζαχαροπλαστική ,
- ζύμη ζύμης
2. Any of various baked foods made of dough or batter
- synonym:
- pastry
2. Οποιοδήποτε από τα διάφορα ψημένα τρόφιμα από ζύμη ή κτύπημα
- συνώνυμο:
- ζαχαροπλαστική
Examples of using
From childhood I dreamed of being a pastry cook.
Από την παιδική ηλικία ονειρευόμουν να γίνω μάγειρας ζαχαροπλαστικής.