Translation meaning & definition of the word "pastor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πάστορας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pastor
[Πάστορας]/pæstər/
noun
1. A person authorized to conduct religious worship
- "Clergymen are usually called ministers in protestant churches"
- synonym:
- curate ,
- minister of religion ,
- minister ,
- parson ,
- pastor ,
- rector
1. Ένα άτομο εξουσιοδοτημένο να διεξάγει θρησκευτική λατρεία
- "Οι κληρικοί συνήθως ονομάζονται υπουργοί στις προτεσταντικές εκκλησίες"
- συνώνυμο:
- επιμεληθεί ,
- υπουργός Θρησκείας ,
- υπουργός ,
- πάρον ,
- πάστορας ,
- πρύτανησ
2. Only the rose-colored starlings
- In some classifications considered a separate genus
- synonym:
- Pastor ,
- subgenus Pastor
2. Μόνο τα τριαντάφυλλα που χρωματίζουν τα ψαρόνια
- Σε ορισμένες ταξινομήσεις θεωρείται ξεχωριστό γένος
- συνώνυμο:
- Πάστορας ,
- υπογένους Πάστορας
Examples of using
The pastor said Tom's going to burn in hell.
Ο πάστορας είπε ότι ο Τομ θα καεί στην κόλαση.
Bob became a pastor.
Ο Μπομπ έγινε πάστορας.
Bob became a pastor.
Ο Μπομπ έγινε πάστορας.