Translation meaning & definition of the word "pastiche" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παστίχα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pastiche
[Παστί]/pæstiʃ/
noun
1. A musical composition consisting of a series of songs or other musical pieces from various sources
- synonym:
- medley ,
- potpourri ,
- pastiche
1. Μια μουσική σύνθεση που αποτελείται από μια σειρά από τραγούδια ή άλλα μουσικά κομμάτια από διάφορες πηγές
- συνώνυμο:
- μέντλεϊ ,
- ποτπούρι ,
- παστίλ
2. A work of art that imitates the style of some previous work
- synonym:
- pastiche
2. Ένα έργο τέχνης που μιμείται το ύφος κάποιας προηγούμενης εργασίας
- συνώνυμο:
- παστίλ