Translation meaning & definition of the word "passing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πέρασμα" στην ελληνική γλώσσα
Passing
[Περνώντασ]noun
1. (american football) a play that involves one player throwing the ball to a teammate
- "The coach sent in a passing play on third and long"
- synonym:
- pass ,
- passing play ,
- passing game ,
- passing
1. (αμερικανικό ποδόσφαιρο) ένα έργο που περιλαμβάνει έναν παίκτη που ρίχνει την μπάλα σε έναν συμπαίκτη
- "Ο προπονητής έστειλε σε ένα παιχνίδι που περνούσε τρίτος και μακρύς"
- συνώνυμο:
- περνώ ,
- περνώντας παιχνίδι ,
- πέρασμα
2. Euphemistic expressions for death
- "Thousands mourned his passing"
- synonym:
- passing ,
- loss ,
- departure ,
- exit ,
- expiration ,
- going ,
- release
2. Ευφημιστικές εκφράσεις για το θάνατο
- "Χιλιάδες θρηνούν το πέρασμά του"
- συνώνυμο:
- πέρασμα ,
- απώλεια ,
- αναχώρηση ,
- έξοδος ,
- λήξη ,
- πηγαίνω ,
- απελευθέρωση
3. The motion of one object relative to another
- "Stellar passings can perturb the orbits of comets"
- synonym:
- passing ,
- passage
3. Η κίνηση ενός αντικειμένου σε σχέση με ένα άλλο
- "Οι αστρικές διαβάσεις μπορούν να διαταράξουν τις τροχιές των κομητών"
- συνώνυμο:
- πέρασμα
4. The end of something
- "The passing of winter"
- synonym:
- passing
4. Το τέλος κάτι
- "Το πέρασμα του χειμώνα"
- συνώνυμο:
- πέρασμα
5. A bodily reaction of changing from one place or stage to another
- "The passage of air from the lungs"
- "The passing of flatus"
- synonym:
- passage ,
- passing
5. Μια σωματική αντίδραση της αλλαγής από το ένα μέρος ή το στάδιο στο άλλο
- "Η διέλευση του αέρα από τους πνεύμονες"
- "Το πέρασμα του πλατύ"
- συνώνυμο:
- πέρασμα
6. Going by something that is moving in order to get in front of it
- "She drove but well but her reckless passing of every car on the road frightened me"
- synonym:
- passing ,
- overtaking
6. Πηγαίνοντας από κάτι που κινείται για να πάρει μπροστά του
- "Οδήγησε αλλά καλά, αλλά η απερίσκεπτη διάβασή της από κάθε αυτοκίνητο στο δρόμο με τρόμαξε"
- συνώνυμο:
- πέρασμα ,
- προσπέραση
7. Success in satisfying a test or requirement
- "His future depended on his passing that test"
- "He got a pass in introductory chemistry"
- synonym:
- passing ,
- pass ,
- qualifying
7. Επιτυχία στην ικανοποίηση μιας δοκιμής ή απαίτησης
- "Το μέλλον του εξαρτάται από το πέρασμα αυτής της δοκιμασίας"
- "Πήρε ένα πέρασμα στην εισαγωγική χημεία"
- συνώνυμο:
- πέρασμα ,
- περνώ ,
- προκριματικόσ
adjective
1. Lasting a very short time
- "The ephemeral joys of childhood"
- "A passing fancy"
- "Youth's transient beauty"
- "Love is transitory but it is eternal"
- "Fugacious blossoms"
- synonym:
- ephemeral ,
- passing ,
- short-lived ,
- transient ,
- transitory ,
- fugacious
1. Διαρκεί πολύ σύντομο χρονικό διάστημα
- "Οι εφήμερες χαρές της παιδικής ηλικίας"
- "Μια περαστική φαντασία"
- "Παροδική ομορφιά του νού"
- "Η αγάπη είναι παροδική αλλά είναι αιώνια"
- "Αφελή άνθη"
- συνώνυμο:
- εφήμερο ,
- πέρασμα ,
- βραχύβια ,
- παρακαταθήκη ,
- παροδικόσ ,
- φυγάς
2. Of advancing the ball by throwing it
- "A team with a good passing attack"
- "A pass play"
- synonym:
- passing(a) ,
- pass(a)
2. Να προωθήσει την μπάλα ρίχνοντάς την
- "Μια ομάδα με καλή επίθεση"
- "Ένα παιχνίδι πάσου"
- συνώνυμο:
- περασι(α
3. Allowing you to pass (e.g., an examination or inspection) satisfactorily
- "A passing grade"
- synonym:
- passing(a)
3. Σας επιτρέπει να περάσετε (ε.π.χ., μια εξέταση ή επιθεώρηση) ικανοποιητικά
- "Περαστικός βαθμός"
- συνώνυμο:
- περασι(α
4. Hasty and without attention to detail
- Not thorough
- "A casual (or cursory) inspection failed to reveal the house's structural flaws"
- "A passing glance"
- "Perfunctory courtesy"
- synonym:
- casual ,
- cursory ,
- passing(a) ,
- perfunctory
4. Βιαστικά και χωρίς προσοχή στη λεπτομέρεια
- Όχι ενδελεχής
- "Μια περιστασιακή επιθεώρηση ( δεν κατάφερε να αποκαλύψει τα δομικά ελαττώματα του σπιτιού"
- "Μια περαστική ματιά"
- "Ακριβής ευγένεια"
- συνώνυμο:
- περιστασιακός ,
- επιμελητεία ,
- περασι(α ,
- αρωματοποιίασ
adverb
1. To an extreme degree
- "Extremely cold"
- "Extremely unpleasant"
- synonym:
- extremely ,
- exceedingly ,
- super ,
- passing
1. Σε ακραίο βαθμό
- "Εξαιρετικά κρύο"
- "Εξαιρετικά δυσάρεστο"
- συνώνυμο:
- εξαιρετικά ,
- υπερβολικά ,
- σούπερ ,
- πέρασμα