Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "passer" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περαστικός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Passer

[Περαστικός]
/pæsər/

noun

1. A person who passes by casually or by chance

    synonym:
  • passerby
  • ,
  • passer-by
  • ,
  • passer

1. Ένα άτομο που περνάει άνετα ή τυχαία

    συνώνυμο:
  • περαστικός

2. A person who passes as a member of a different ethnic or racial group

    synonym:
  • passer

2. Ένα άτομο που περνά ως μέλος μιας διαφορετικής εθνικής ή φυλετικής ομάδας

    συνώνυμο:
  • περαστικός

3. A student who passes an examination

    synonym:
  • passer

3. Ένας μαθητής που περνάει την εξέταση

    συνώνυμο:
  • περαστικός

4. (football) a ball carrier who tries to gain ground by throwing a forward pass

    synonym:
  • passer
  • ,
  • forward passer

4. (ποδοσφαιρικός ένας φορέας μπάλας που προσπαθεί να κερδίσει έδαφος ρίχνοντας ένα πέρασμα προς τα εμπρός

    συνώνυμο:
  • περαστικός
  • ,
  • περαστικός περαστικός

5. Type genus of the passeridae

    synonym:
  • Passer
  • ,
  • genus Passer

5. Γένος τύπου των πασαρίδων

    συνώνυμο:
  • Περαστικός
  • ,
  • γένος Περαστικός