Translation meaning & definition of the word "passenger" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιβάτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Passenger
[Επιβάτης]/pæsənʤər/
noun
1. A traveler riding in a vehicle (a boat or bus or car or plane or train etc) who is not operating it
- synonym:
- passenger ,
- rider
1. Ένας ταξιδιώτης που οδηγεί σε ένα όχημα (α βάρκα ή λεωφορείο ή αυτοκίνητο ή αεροπλάνο ή τρένο κλπ) που δεν το λειτουργεί
- συνώνυμο:
- επιβάτης ,
- αναβάτης