Translation meaning & definition of the word "passage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πέρασμα" στην ελληνική γλώσσα
Passage
[Πέρασμα]noun
1. The act of passing from one state or place to the next
- synonym:
- passage ,
- transition
1. Η πράξη της μετάβασης από ένα κράτος ή τόπο στο άλλο
- συνώνυμο:
- πέρασμα ,
- μετάβαση
2. A section of text
- Particularly a section of medium length
- synonym:
- passage
2. Ένα τμήμα κειμένου
- Ιδιαίτερα ένα τμήμα μεσαίου μήκους
- συνώνυμο:
- πέρασμα
3. A way through or along which someone or something may pass
- synonym:
- passage
3. Ένας τρόπος μέσα ή κατά μήκος του οποίου κάποιος ή κάτι μπορεί να περάσει
- συνώνυμο:
- πέρασμα
4. The passing of a law by a legislative body
- synonym:
- enactment ,
- passage
4. Η ψήφιση νόμου από νομοθετικό σώμα
- συνώνυμο:
- εφαρμογή ,
- πέρασμα
5. A journey usually by ship
- "The outward passage took 10 days"
- synonym:
- passage ,
- transit
5. Ένα ταξίδι συνήθως με πλοίο
- "Το εξωτερικό πέρασμα διήρκεσε 10 ημέρες"
- συνώνυμο:
- πέρασμα ,
- διαμετακόμιση
6. A short section of a musical composition
- synonym:
- passage ,
- musical passage
6. Ένα σύντομο τμήμα μιας μουσικής σύνθεσης
- συνώνυμο:
- πέρασμα ,
- μουσικό πέρασμα
7. A path or channel or duct through or along which something may pass
- "The nasal passages"
- synonym:
- passage ,
- passageway
7. Ένα μονοπάτι ή ένα κανάλι ή έναν αγωγό μέσα ή κατά μήκος του οποίου κάτι μπορεί να περάσει
- "Τα ρινικά περάσματα"
- συνώνυμο:
- πέρασμα
8. A bodily reaction of changing from one place or stage to another
- "The passage of air from the lungs"
- "The passing of flatus"
- synonym:
- passage ,
- passing
8. Μια σωματική αντίδραση της αλλαγής από το ένα μέρος ή το στάδιο στο άλλο
- "Η διέλευση του αέρα από τους πνεύμονες"
- "Το πέρασμα του πλατύ"
- συνώνυμο:
- πέρασμα
9. The motion of one object relative to another
- "Stellar passings can perturb the orbits of comets"
- synonym:
- passing ,
- passage
9. Η κίνηση ενός αντικειμένου σε σχέση με ένα άλλο
- "Οι αστρικές διαβάσεις μπορούν να διαταράξουν τις τροχιές των κομητών"
- συνώνυμο:
- πέρασμα
10. The act of passing something to another person
- synonym:
- passage ,
- handing over
10. Η πράξη του να περάσεις κάτι σε κάποιον άλλο
- συνώνυμο:
- πέρασμα ,
- παράδοση