Translation meaning & definition of the word "passable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παθητικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Passable
[Διαβατόσ]/pæsəbəl/
adjective
1. Able to be passed or traversed or crossed
- "The road is passable"
- synonym:
- passable
1. Ικανός να περάσει ή να διασχίσει ή να διασχίσει
- "Ο δρόμος είναι βατός"
- συνώνυμο:
- βατόσ
2. About average
- Acceptable
- "More than adequate as a secretary"
- synonym:
- adequate ,
- passable ,
- fair to middling ,
- tolerable
2. Περίπου ο μέσος όρος
- Αποδεκτός
- "Περισσότερο από επαρκές ως γραμματέας"
- συνώνυμο:
- επαρκής ,
- βατόσ ,
- δίκαιο να παίζω ,
- ανεκτόσ
Examples of using
It's passable. Nothing out of the ordinary.
Είναι βατό. Τίποτα έξω από το συνηθισμένο.