Translation meaning & definition of the word "partition" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαίρεση" στην ελληνική γλώσσα
Partition
[Διαίρεση]noun
1. A vertical structure that divides or separates (as a wall divides one room from another)
- synonym:
- partition ,
- divider
1. Μια κάθετη δομή που χωρίζει ή χωρίζει (ας ένας τοίχος χωρίζει ένα δωμάτιο από ένα άλλο)
- συνώνυμο:
- διαμέρισμα ,
- διαιρέτησ
2. (computer science) the part of a hard disk that is dedicated to a particular operating system or application and accessed as a single unit
- synonym:
- partition
2. (επιστήμη υπολογιστών) το τμήμα ενός σκληρού δίσκου που είναι αφιερωμένο σε ένα συγκεκριμένο λειτουργικό σύστημα ή εφαρμογή και έχει πρόσβαση
- συνώνυμο:
- διαμέρισμα
3. (anatomy) a structure that separates areas in an organism
- synonym:
- partition
3. (ανατομί) μια δομή που χωρίζει περιοχές σε έναν οργανισμό
- συνώνυμο:
- διαμέρισμα
4. The act of dividing or partitioning
- Separation by the creation of a boundary that divides or keeps apart
- synonym:
- division ,
- partition ,
- partitioning ,
- segmentation ,
- sectionalization ,
- sectionalisation
4. Η πράξη της διαίρεσης ή του διαχωρισμού
- Διαχωρισμός με τη δημιουργία ενός ορίου που διαιρεί ή διαχωρίζεται
- συνώνυμο:
- διαίρεση ,
- διαμέρισμα ,
- διαχωρισμός ,
- τμηματοποίηση
verb
1. Divide into parts, pieces, or sections
- "The arab peninsula was partitioned by the british"
- synonym:
- partition ,
- partition off
1. Χωρίστε σε μέρη, κομμάτια ή τμήματα
- "Η αραβική χερσόνησος χωρίστηκε από τους βρετανούς"
- συνώνυμο:
- διαμέρισμα ,
- διαχωρίζω
2. Separate or apportion into sections
- "Partition a room off"
- synonym:
- partition ,
- zone
2. Χωριστά ή εναντίον τμημάτων
- "Διαίρεση ενός δωματίου"
- συνώνυμο:
- διαμέρισμα ,
- ζώνη