Translation meaning & definition of the word "partisan" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρτιζάνος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Partisan
[Παρτιζάνοσ]/pɑrtəzən/
noun
1. A fervent and even militant proponent of something
- synonym:
- partisan ,
- zealot ,
- drumbeater
1. Ένας ένθερμος και ακόμη και μαχητικός υποστηρικτής κάτι
- συνώνυμο:
- κομματικόσ ,
- ζηλωτήσ ,
- τυμπανοπωλείο
2. An ardent and enthusiastic supporter of some person or activity
- synonym:
- enthusiast ,
- partisan ,
- partizan
2. Ένθερμος και ενθουσιώδης υποστηρικτής κάποιου προσώπου ή δραστηριότητας
- συνώνυμο:
- ενθουσιαστήσ ,
- κομματικόσ ,
- παρτιζάν
3. A pike with a long tapering double-edged blade with lateral projections
- 16th and 17th centuries
- synonym:
- partisan ,
- partizan
3. Ένα ποδήλατο με μια μακριά λεπίδα διπλής όψης με πλευρικές προβολές
- 16ος και 17ος αιώνας
- συνώνυμο:
- κομματικόσ ,
- παρτιζάν
adjective
1. Devoted to a cause or party
- synonym:
- partisan ,
- partizan
1. Αφιερωμένο σε μια αιτία ή ένα κόμμα
- συνώνυμο:
- κομματικόσ ,
- παρτιζάν