Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "particular" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιδιαίτερα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Particular

[Ιδιαίτερα]
/pərtɪkjələr/

noun

1. A fact about some part (as opposed to general)

  • "He always reasons from the particular to the general"
    synonym:
  • particular
  • ,
  • specific

1. Ένα γεγονός για κάποιο μέρος (ας σε αντίθεση με το γενικό)

  • "Πάντα λόγοι από το συγκεκριμένο στο στρατηγό"
    συνώνυμο:
  • ιδιαίτερα
  • ,
  • συγκεκριμένοσ

2. A small part that can be considered separately from the whole

  • "It was perfect in all details"
    synonym:
  • detail
  • ,
  • particular
  • ,
  • item

2. Ένα μικρό μέρος που μπορεί να εξεταστεί ξεχωριστά από το σύνολο

  • "Ήταν τέλεια σε όλες τις λεπτομέρειες"
    συνώνυμο:
  • λεπτομέρεια
  • ,
  • ιδιαίτερα
  • ,
  • στοιχείο

3. (logic) a proposition that asserts something about some (but not all) members of a class

    synonym:
  • particular
  • ,
  • particular proposition

3. (λογικό) μια πρόταση που υποστηρίζει κάτι για περίπου ( αλλά όχι αλλ) μέλη μιας τάξης

    συνώνυμο:
  • ιδιαίτερα
  • ,
  • συγκεκριμένη πρόταση

adjective

1. Unique or specific to a person or thing or category

  • "The particular demands of the job"
  • "Has a particular preference for chinese art"
  • "A peculiar bond of sympathy between them"
  • "An expression peculiar to canadians"
  • "Rights peculiar to the rich"
  • "The special features of a computer"
  • "My own special chair"
    synonym:
  • particular(a)
  • ,
  • peculiar(a)
  • ,
  • special(a)

1. Μοναδικό ή συγκεκριμένο για ένα άτομο ή πράγμα ή κατηγορία

  • "Οι ιδιαίτερες απαιτήσεις της εργασίας"
  • "Έχει μια ιδιαίτερη προτίμηση για την κινεζική τέχνη"
  • "Ένας ιδιαίτερος δεσμός συμπάθειας μεταξύ τους"
  • "Μια έκφραση περίεργη για τους καναδούς"
  • "Δικαιώματα περίεργα για τους πλούσιους"
  • "Τα ειδικά χαρακτηριστικά ενός υπολογιστή"
  • "Η δική μου ειδική καρέκλα"
    συνώνυμο:
  • ειδικό()
  • ,
  • ιδιόμορ()

2. Separate and distinct from others of the same group or category

  • "Interested in one particular artist"
  • "A man who wishes to make a particular woman fall in love with him"
    synonym:
  • particular(a)

2. Ξεχωριστό και διακριτό από άλλα της ίδιας ομάδας ή κατηγορίας

  • "Ενδιαφέρον για έναν συγκεκριμένο καλλιτέχνη"
  • "Ένας άντρας που θέλει να κάνει μια συγκεκριμένη γυναίκα να τον ερωτευτεί"
    συνώνυμο:
  • ειδικό()

3. Surpassing what is common or usual or expected

  • "He paid especial attention to her"
  • "Exceptional kindness"
  • "A matter of particular and unusual importance"
  • "A special occasion"
  • "A special reason to confide in her"
  • "What's so special about the year 2000?"
    synonym:
  • especial(a)
  • ,
  • exceptional
  • ,
  • particular(a)
  • ,
  • special

3. Ξεπερνώντας αυτό που είναι κοινό ή συνηθισμένο ή αναμενόμενο

  • "Της έδωσε ιδιαίτερη προσοχή"
  • "Εξαιρετική καλοσύνη"
  • "Ειδικό και ασυνήθιστο θέμα σημασίας"
  • "Μια ειδική περίσταση"
  • "Ένας ιδιαίτερος λόγος για να την εμπιστευτείς"
  • "Τι είναι τόσο ξεχωριστό για το 2000?"
    συνώνυμο:
  • εξειδικ(α)
  • ,
  • εξαιρετικός
  • ,
  • ειδικό()
  • ,
  • ειδικός

4. First and most important

  • "His special interest is music"
  • "She gets special (or particular) satisfaction from her volunteer work"
    synonym:
  • particular
  • ,
  • special

4. Πρώτο και σημαντικότερο

  • "Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του είναι η μουσική"
  • "Παίρνει ιδιαίτερη ( ιδιαίτερη) ικανοποίηση από την εθελοντική της εργασία"
    συνώνυμο:
  • ιδιαίτερα
  • ,
  • ειδικός

5. Exacting especially about details

  • "A finicky eater"
  • "Fussy about clothes"
  • "Very particular about how her food was prepared"
    synonym:
  • finical
  • ,
  • finicky
  • ,
  • fussy
  • ,
  • particular
  • ,
  • picky

5. Απαιτητική ειδικά για τις λεπτομέρειες

  • "Ένας φινλανδικός τρώγων"
  • "Ανησυχία για τα ρούχα"
  • "Πολύ συγκεκριμένα για το πώς προετοιμάστηκε το φαγητό της"
    συνώνυμο:
  • τελειωτικόσ
  • ,
  • φινίκ
  • ,
  • ανήσυχοσ
  • ,
  • ιδιαίτερα
  • ,
  • επιλεκτικός

6. Providing specific details or circumstances

  • "A particular description of the room"
    synonym:
  • particular(a)

6. Παροχή συγκεκριμένων λεπτομερειών ή περιστάσεων

  • "Μια συγκεκριμένη περιγραφή του δωματίου"
    συνώνυμο:
  • ειδικό()

Examples of using

I remember one fellow in particular.
Θυμάμαι έναν συγκεκριμένο άνθρωπο.
Tom is very particular about his appearance.
Ο Τομ είναι πολύ ιδιαίτερος για την εμφάνισή του.
Are you doing anything in particular tonight?
Κάνετε κάτι συγκεκριμένο απόψε?