Translation meaning & definition of the word "participle" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "συμμετέχω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Participle
[Συμμετοχή]/pɑrtɪsɪpəl/
noun
1. A non-finite form of the verb
- In english it is used adjectivally and to form compound tenses
- synonym:
- participle ,
- participial
1. Μια μη πεπερασμένη μορφή του ρήματος
- Στα αγγλικά χρησιμοποιείται επίθετα και για να σχηματίσει σύνθετους χρόνους
- συνώνυμο:
- μετοχή ,
- συμμετοχικόσ