Translation meaning & definition of the word "participation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμμετοχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Participation
[Συμμετοχή]/pɑrtɪsəpeʃən/
noun
1. The act of sharing in the activities of a group
- "The teacher tried to increase his students' engagement in class activities"
- synonym:
- engagement ,
- participation ,
- involvement ,
- involution
1. Η πράξη της κοινής χρήσης στις δραστηριότητες μιας ομάδας
- "Ο δάσκαλος προσπάθησε να αυξήσει την εμπλοκή των μαθητών του στις ταξικές δραστηριότητες"
- συνώνυμο:
- εμπλοκή ,
- συμμετοχή ,
- επίκληση
2. The condition of sharing in common with others (as fellows or partners etc.)
- synonym:
- participation ,
- involvement
2. Η κατάσταση της κοινής χρήσης με άλλους συναδέλφους ή συνεργάτες (
- συνώνυμο:
- συμμετοχή
Examples of using
Do you think participation in the community enhances your study?
Πιστεύετε ότι η συμμετοχή στην κοινότητα ενισχύει τη μελέτη σας?
The participation of Muslims in politics is of fundamental importance to society.
Η συμμετοχή των μουσουλμάνων στην πολιτική είναι θεμελιώδους σημασίας για την κοινωνία.