Translation meaning & definition of the word "partake" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμμετοχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Partake
[Συμμετοχή]/pɑrtek/
verb
1. Have some of the qualities or attributes of something
- synonym:
- partake
1. Έχετε μερικές από τις ιδιότητες ή τα χαρακτηριστικά κάποιου πράγματος
- συνώνυμο:
- συμμετέχω
2. Have, give, or receive a share of
- "We shared the cake"
- synonym:
- partake ,
- share ,
- partake in
2. Έχετε, δώσει ή λάβετε ένα μερίδιο από
- "Κοινοποιήσαμε την τούρτα"
- συνώνυμο:
- συμμετέχω ,
- μεταδίδω
3. Consume
- "She didn't touch her food all night"
- synonym:
- partake ,
- touch
3. Καταναλώνω
- "Δεν άγγιξε το φαγητό της όλη τη νύχτα"
- συνώνυμο:
- συμμετέχω ,
- αφή
Examples of using
All the students will partake in the play.
Όλοι οι μαθητές θα συμμετάσχουν στο παιχνίδι.