Translation meaning & definition of the word "part" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μέρος" στην ελληνική γλώσσα
Part
[Μέρος]noun
1. Something determined in relation to something that includes it
- "He wanted to feel a part of something bigger than himself"
- "I read a portion of the manuscript"
- "The smaller component is hard to reach"
- "The animal constituent of plankton"
- synonym:
- part ,
- portion ,
- component part ,
- component ,
- constituent
1. Κάτι αποφασισμένο σε σχέση με κάτι που το περιλαμβάνει
- "Θέλησε να νιώσει ένα μέρος από κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό του"
- "Διάβασα ένα τμήμα του χειρογράφου"
- "Το μικρότερο συστατικό είναι δύσκολο να επιτευχθεί"
- "Το ζωικό συστατικό του πλαγκτόν"
- συνώνυμο:
- μέρος ,
- μερίδα ,
- συστατικό μέρος ,
- συστατικό
2. Something less than the whole of a human artifact
- "The rear part of the house"
- "Glue the two parts together"
- synonym:
- part ,
- portion
2. Κάτι λιγότερο από το σύνολο ενός ανθρώπινου τεχνουργήματος
- "Το πίσω μέρος του σπιτιού"
- "Συγκεντρώστε τα δύο μέρη μαζί"
- συνώνυμο:
- μέρος ,
- μερίδα
3. A portion of a natural object
- "They analyzed the river into three parts"
- "He needed a piece of granite"
- synonym:
- part ,
- piece
3. Ένα μέρος ενός φυσικού αντικειμένου
- "Ανέλυσαν τον ποταμό σε τρία μέρη"
- "Χρειαζόταν ένα κομμάτι γρανίτη"
- συνώνυμο:
- μέρος ,
- κομμάτι
4. That which concerns a person with regard to a particular role or situation
- "It requires vigilance on our part"
- "They resisted every effort on his part"
- synonym:
- part
4. Εκείνο που αφορά ένα άτομο όσον αφορά έναν συγκεκριμένο ρόλο ή κατάσταση
- "Απαιτεί επαγρύπνηση από την πλευρά μας"
- "Αντιστάθηκαν σε κάθε προσπάθεια από την πλευρά του"
- συνώνυμο:
- μέρος
5. The extended spatial location of something
- "The farming regions of france"
- "Religions in all parts of the world"
- "Regions of outer space"
- synonym:
- region ,
- part
5. Η εκτεταμένη χωρική θέση του κάτι
- "Οι αγροτικές περιοχές της γαλλίας"
- "Θρησκείες σε όλα τα μέρη του κόσμου"
- "Περιοχές του εξωτερικού χώρου"
- συνώνυμο:
- περιοχή ,
- μέρος
6. The actions and activities assigned to or required or expected of a person or group
- "The function of a teacher"
- "The government must do its part"
- "Play its role"
- synonym:
- function ,
- office ,
- part ,
- role
6. Τις ενέργειες και τις δραστηριότητες που ανατίθενται ή απαιτούνται ή αναμένονται από ένα άτομο ή μια ομάδα
- "Η λειτουργία ενός δασκάλου"
- "Η κυβέρνηση πρέπει να κάνει το δικό της ρόλο"
- "Παίξε το ρόλο της"
- συνώνυμο:
- λειτουργία ,
- γραφείο ,
- μέρος ,
- ρόλος
7. An actor's portrayal of someone in a play
- "She played the part of desdemona"
- synonym:
- character ,
- role ,
- theatrical role ,
- part ,
- persona
7. Η απεικόνιση ενός ηθοποιού από κάποιον σε ένα παιχνίδι
- "Έπαιξε το ρόλο της δεσδαιμόνας"
- συνώνυμο:
- χαρακτήρας ,
- ρόλος ,
- θεατρικός ρόλος ,
- μέρος ,
- πρόσωπο
8. Assets belonging to or due to or contributed by an individual person or group
- "He wanted his share in cash"
- synonym:
- share ,
- portion ,
- part ,
- percentage
8. Περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν ή οφείλονται ή συνεισφέρονται από μεμονωμένο πρόσωπο ή ομάδα
- "Θέλει το μερίδιό του σε μετρητά"
- συνώνυμο:
- μεταδίδω ,
- μερίδα ,
- μέρος ,
- ποσοστό
9. One of the portions into which something is regarded as divided and which together constitute a whole
- "The written part of the exam"
- "The finance section of the company"
- "The bbc's engineering division"
- synonym:
- part ,
- section ,
- division
9. Ένα από τα τμήματα στα οποία κάτι θεωρείται διαιρεμένο και τα οποία μαζί αποτελούν ένα σύνολο
- "Το γραπτό μέρος των εξετάσεων"
- "Το χρηματοπιστωτικό τμήμα της εταιρείας"
- "Το τμήμα μηχανικής της βπκ"
- συνώνυμο:
- μέρος ,
- τμήμα ,
- διαίρεση
10. A line of scalp that can be seen when sections of hair are combed in opposite directions
- "His part was right in the middle"
- synonym:
- part ,
- parting
10. Μια γραμμή του τριχωτού της κεφαλής που μπορεί να δει όταν τα τμήματα των μαλλιών χτενίζονται σε αντίθετες κατευθύνσεις
- "Το μέρος του ήταν ακριβώς στη μέση"
- συνώνυμο:
- μέρος ,
- χωρισμός
11. The melody carried by a particular voice or instrument in polyphonic music
- "He tried to sing the tenor part"
- synonym:
- part ,
- voice
11. Η μελωδία που μεταφέρεται από μια συγκεκριμένη φωνή ή όργανο στην πολυφωνική μουσική
- "Προσπάθησε να τραγουδήσει το τμήμα του τενόρου"
- συνώνυμο:
- μέρος ,
- φωνή
12. The part played by a person in bringing about a result
- "I am proud of my contribution in advancing the project"
- "They all did their share of the work"
- synonym:
- contribution ,
- part ,
- share
12. Ο ρόλος που διαδραματίζει ένα άτομο στην επίτευξη ενός αποτελέσματος
- "Είμαι περήφανος για τη συμβολή μου στην προώθηση του έργου"
- "Όλοι έκαναν το μερίδιό τους στη δουλειά"
- συνώνυμο:
- συνεισφορά ,
- μέρος ,
- μεταδίδω
verb
1. Go one's own way
- Move apart
- "The friends separated after the party"
- synonym:
- separate ,
- part ,
- split
1. Πηγαίνετε με τον δικό σας τρόπο
- Διαχωρίζω
- "Οι φίλοι χώρισαν μετά το πάρτι"
- συνώνυμο:
- χωριστός ,
- μέρος ,
- διαίρεση
2. Discontinue an association or relation
- Go different ways
- "The business partners broke over a tax question"
- "The couple separated after 25 years of marriage"
- "My friend and i split up"
- synonym:
- separate ,
- part ,
- split up ,
- split ,
- break ,
- break up
2. Διακόψτε μια σχέση ή μια σχέση
- Πηγαίνετε με διαφορετικούς τρόπους
- "Οι επιχειρηματικοί εταίροι έσπασαν για ένα φορολογικό ζήτημα"
- "Το ζευγάρι χώρισε μετά από 25 χρόνια γάμου"
- "Ο φίλος μου κι εγώ χωρίσαμε"
- συνώνυμο:
- χωριστός ,
- μέρος ,
- χωρίζω ,
- διαίρεση ,
- σπάω ,
- διαλύω
3. Leave
- "The family took off for florida"
- synonym:
- depart ,
- part ,
- start ,
- start out ,
- set forth ,
- set off ,
- set out ,
- take off
3. Αφήνω
- "Η οικογένεια απογειώθηκε για τη φλόριντα"
- συνώνυμο:
- αναχώρηση ,
- μέρος ,
- ξεκινώ ,
- παραδίδω ,
- απογειώνομαι
4. Come apart
- "The two pieces that we had glued separated"
- synonym:
- separate ,
- divide ,
- part
4. Διαχωρίζω
- "Τα δύο κομμάτια που είχαμε κολλήσει χωρίσει"
- συνώνυμο:
- χωριστός ,
- διαιρώ ,
- μέρος
5. Force, take, or pull apart
- "He separated the fighting children"
- "Moses parted the red sea"
- synonym:
- separate ,
- disunite ,
- divide ,
- part
5. Βία, πάρτε ή αποσυρθείτε
- "Χώρισε τα παιδιά που πολεμούσαν"
- "Ο μωυσής χώρισε την ερυθρά θάλασσα"
- συνώνυμο:
- χωριστός ,
- διαμονή ,
- διαιρώ ,
- μέρος
adverb
1. In part
- In some degree
- Not wholly
- "I felt partly to blame"
- "He was partially paralyzed"
- synonym:
- partially ,
- partly ,
- part
1. Εν μέρει
- Σε κάποιο βαθμό
- Όχι εξ ολοκλήρου
- "Ένιωσα εν μέρει να κατηγορώ"
- "Ήταν μερικώς παράλυτος"
- συνώνυμο:
- μερικώς ,
- εν μέρει ,
- μέρος