Translation meaning & definition of the word "parsley" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαϊντανός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Parsley
[Μαϊντανός]/pɑrsli/
noun
1. Annual or perennial herb with aromatic leaves
- synonym:
- parsley ,
- Petroselinum crispum
1. Ετήσιο ή πολυετές βότανο με αρωματικά φύλλα
- συνώνυμο:
- μαϊντανός ,
- Τραγανό πετροσελίνιο
2. Aromatic herb with flat or crinkly leaves that are cut finely and used to garnish food
- synonym:
- parsley
2. Αρωματικό βότανο με επίπεδα ή τραγανά φύλλα που κόβονται λεπτά και χρησιμοποιούνται για να γαρνίρουν τα τρόφιμα
- συνώνυμο:
- μαϊντανός