Translation meaning & definition of the word "parrot" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παπαγάλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Parrot
[Παπαγάλος]/pɛrət/
noun
1. Usually brightly colored zygodactyl tropical birds with short hooked beaks and the ability to mimic sounds
- synonym:
- parrot
1. Συνήθως έντονα χρωματισμένα τροπικά πουλιά με κοντά γαντζωμένα ράμφη και την ικανότητα να μιμούνται τους ήχους
- συνώνυμο:
- παπαγάλος
2. A copycat who does not understand the words or acts being imitated
- synonym:
- parrot
2. Ένα αντίγραφο που δεν καταλαβαίνει τις λέξεις ή τις πράξεις που μιμούνται
- συνώνυμο:
- παπαγάλος
verb
1. Repeat mindlessly
- "The students parroted the teacher's words"
- synonym:
- parrot
1. Επαναλάβετε απερίσκεπτα
- "Οι μαθητές παραβίασαν τα λόγια του δασκάλου"
- συνώνυμο:
- παπαγάλος
Examples of using
He keeps a parrot as a pet.
Κρατάει έναν παπαγάλο ως κατοικίδιο ζώο.
I've taught my parrot to speak Welsh.
Δίδαξα τον παπαγάλο μου να μιλάει ουαλικά.
My parrot died yesterday.
Ο παπαγάλος μου πέθανε χθες.