Translation meaning & definition of the word "parole" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρωλία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Parole
[Παρωδία]/pəroʊl/
noun
1. A promise
- "He gave his word"
- synonym:
- parole ,
- word ,
- word of honor
1. Μια υπόσχεση
- "Έδωσε το λόγο του"
- συνώνυμο:
- απολύσεισ ,
- λέξη ,
- λέξη τιμής
2. A secret word or phrase known only to a restricted group
- "He forgot the password"
- synonym:
- password ,
- watchword ,
- word ,
- parole ,
- countersign
2. Μια μυστική λέξη ή φράση που είναι γνωστή μόνο σε μια περιορισμένη ομάδα
- "Ξέρασε τον κωδικό πρόσβασης"
- συνώνυμο:
- κωδικός πρόσβασης ,
- λέξη παρακολούθησησ ,
- λέξη ,
- απολύσεισ ,
- αντιπαραθέτω
3. (law) a conditional release from imprisonment that entitles the person to serve the remainder of the sentence outside the prison as long as the terms of release are complied with
- synonym:
- parole
3. (-δικαστική απελευθέρωση από φυλάκιση που δίνει το δικαίωμα στο άτομο να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής έξω από τη φυλακή
- συνώνυμο:
- απολύσεισ
verb
1. Release a criminal from detention and place him on parole
- "The prisoner was paroled after serving 10 years in prison"
- synonym:
- parole
1. Απελευθερώστε έναν εγκληματία από την κράτηση και τον τοποθετήστε σε απαγόρευση
- "Ο κρατούμενος παραιτήθηκε αφού εξέτισε 10 χρόνια στη φυλακή"
- συνώνυμο:
- απολύσεισ