Translation meaning & definition of the word "parody" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρωδία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Parody
[Παρωδία]/pɛrədi/
noun
1. A composition that imitates or misrepresents somebody's style, usually in a humorous way
- synonym:
- parody ,
- lampoon ,
- spoof ,
- sendup ,
- mockery ,
- takeoff ,
- burlesque ,
- travesty ,
- charade ,
- pasquinade ,
- put-on
1. Μια σύνθεση που μιμείται ή παραποιεί το στυλ κάποιου, συνήθως με χιουμοριστικό τρόπο
- συνώνυμο:
- παρωδία ,
- λαμπούν ,
- αποτυχία ,
- αποστολή ,
- κοροϊδία ,
- απογείωση ,
- βουρλίσιοσ ,
- τραβεστί ,
- τσαράντ ,
- πασκινάδα ,
- παρακαμφθεί
2. Humorous or satirical mimicry
- synonym:
- parody ,
- mockery ,
- takeoff
2. Χιουμοριστική ή σατιρική μίμηση
- συνώνυμο:
- παρωδία ,
- κοροϊδία ,
- απογείωση
verb
1. Make a spoof of or make fun of
- synonym:
- parody
1. Κάντε μια πλάτη ή να διασκεδάσετε
- συνώνυμο:
- παρωδία
2. Make a parody of
- "The students spoofed the teachers"
- synonym:
- spoof ,
- burlesque ,
- parody
2. Κάνω μια παρωδία
- "Οι μαθητές κακομαθαίνουν τους δασκάλους"
- συνώνυμο:
- αποτυχία ,
- βουρλίσιοσ ,
- παρωδία
Examples of using
The newspaper published a hilarious parody of the president's speech.
Η εφημερίδα δημοσίευσε μια ξεκαρδιστική παρωδία της ομιλίας του προέδρου.