Translation meaning & definition of the word "parlor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρλόρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Parlor
[Σπουδαίο]/pɑrlər/
noun
1. Reception room in an inn or club where visitors can be received
- synonym:
- parlor ,
- parlour
1. Αίθουσα υποδοχής σε πανδοχείο ή κλαμπ όπου μπορούν να παραληφθούν επισκέπτες
- συνώνυμο:
- σαρλ ,
- παρλουρ
2. A room in a private house or establishment where people can sit and talk and relax
- synonym:
- living room ,
- living-room ,
- sitting room ,
- front room ,
- parlor ,
- parlour
2. Ένα δωμάτιο σε ένα ιδιωτικό σπίτι ή εγκατάσταση όπου οι άνθρωποι μπορούν να καθίσουν και να μιλήσουν και να χαλαρώσουν
- συνώνυμο:
- σαλόνι ,
- καθιστικό ,
- μπροστινό δωμάτιο ,
- σαρλ ,
- παρλουρ