Translation meaning & definition of the word "parliament" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοινοβούλιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Parliament
[Κοινοβούλιο]/pɑrləmənt/
noun
1. A legislative assembly in certain countries
- synonym:
- parliament
1. Νομοθετική συνέλευση σε ορισμένες χώρες
- συνώνυμο:
- κοινοβούλιο
2. A card game in which you play your sevens and other cards in sequence in the same suit as the sevens
- You win if you are the first to use all your cards
- synonym:
- fantan ,
- sevens ,
- parliament
2. Ένα παιχνίδι καρτών στο οποίο μπορείτε να παίξετε τα επτά σας και άλλες κάρτες σε ακολουθία με το ίδιο κοστούμι με τα επτά
- Κερδίζετε αν είστε οι πρώτοι που θα χρησιμοποιήσετε όλες τις κάρτες σας
- συνώνυμο:
- φαντάν ,
- επτά ,
- κοινοβούλιο