Translation meaning & definition of the word "park" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πάρκο" στην ελληνική γλώσσα
Park
[Πάρκο]noun
1. A large area of land preserved in its natural state as public property
- "There are laws that protect the wildlife in this park"
- synonym:
- park ,
- parkland
1. Μια μεγάλη έκταση γης που διατηρείται στη φυσική της κατάσταση ως δημόσια περιουσία
- "Υπάρχουν νόμοι που προστατεύουν την άγρια ζωή σε αυτό το πάρκο"
- συνώνυμο:
- πάρκο
2. A piece of open land for recreational use in an urban area
- "They went for a walk in the park"
- synonym:
- park ,
- commons ,
- common ,
- green
2. Ένα κομμάτι ανοιχτής γης για ψυχαγωγική χρήση σε μια αστική περιοχή
- "Πήγαν μια βόλτα στο πάρκο"
- συνώνυμο:
- πάρκο ,
- κοινά ,
- κοινός ,
- πράσινος
3. A facility in which ball games are played (especially baseball games)
- "Take me out to the ballpark"
- synonym:
- ballpark ,
- park
3. Μια εγκατάσταση στην οποία παίζονται παιχνίδια με μπάλα (ειδικά παιχνίδια μπέιζμπολ)
- "Πήγαινέ με στο πάρκο"
- συνώνυμο:
- πάρκο μπάλας ,
- πάρκο
4. Scottish explorer in africa (1771-1806)
- synonym:
- Park ,
- Mungo Park
4. Σκωτσέζος εξερευνητής στην αφρική (1771-1806)
- συνώνυμο:
- Πάρκο ,
- Πάρκο Μούνγκο
5. A lot where cars are parked
- synonym:
- parking lot ,
- car park ,
- park ,
- parking area
5. Πολλά είναι τα αυτοκίνητα που είναι σταθμευμένα
- συνώνυμο:
- χώρος στάθμευσης ,
- χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων ,
- πάρκο
6. A gear position that acts as a parking brake
- "The put the car in park and got out"
- synonym:
- park
6. Μια θέση εργαλείων που λειτουργεί ως φρένο χώρων στάθμευσης
- "Έβαλε το αυτοκίνητο στο πάρκο και βγήκε έξω"
- συνώνυμο:
- πάρκο
verb
1. Place temporarily
- "Park the car in the yard"
- "Park the children with the in-laws"
- "Park your bag in this locker"
- synonym:
- park
1. Τοποθετήστε προσωρινά
- "Παρκάρετε το αυτοκίνητο στην αυλή"
- "Παρκάρετε τα παιδιά με τα πεθερικά τους"
- "Παρκάρετε την τσάντα σας σε αυτό το ντουλάπι"
- συνώνυμο:
- πάρκο
2. Maneuver a vehicle into a parking space
- "Park the car in front of the library"
- "Can you park right here?"
- synonym:
- park
2. Ελιγμός ένα όχημα σε ένα χώρο στάθμευσης
- "Παρκάρετε το αυτοκίνητο μπροστά από τη βιβλιοθήκη"
- "Μπορείς να παρκάρεις εδώ?"
- συνώνυμο:
- πάρκο