Translation meaning & definition of the word "parish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πανέμορφο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Parish
[Ενορία]/pærɪʃ/
noun
1. A local church community
- synonym:
- parish
1. Μια τοπική εκκλησιαστική κοινότητα
- συνώνυμο:
- ενορία
2. The local subdivision of a diocese committed to one pastor
- synonym:
- parish
2. Η τοπική υποδιαίρεση μιας επισκοπής που δεσμεύεται σε έναν πάστορα
- συνώνυμο:
- ενορία