Translation meaning & definition of the word "paring" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραχώρηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Paring
[Παρένθεση]/pɛrɪŋ/
noun
1. A thin fragment or slice (especially of wood) that has been shaved from something
- synonym:
- paring ,
- sliver ,
- shaving
1. Ένα λεπτό κομμάτι ή φέτα (ειδικά του ξύλου) που έχει ξυριστεί από κάτι
- συνώνυμο:
- παρντ ,
- αγκίδα ,
- ξύρισμα
2. (usually plural) a part of a fruit or vegetable that is pared or cut off
- Especially the skin or peel
- "She could peel an apple with a single long paring"
- synonym:
- paring
2. (συνήθως πληθυντικός) ένα μέρος ενός φρούτου ή λαχανικού που είναι ταραγμένο ή κομμένο
- Ειδικά το δέρμα ή η φλούδα
- "Θα μπορούσε να ξεφλουδίσει ένα μήλο με ένα μόνο μακρύ τσίμπημα"
- συνώνυμο:
- παρντ