Translation meaning & definition of the word "parenthood" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γονεϊκότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Parenthood
[Γονεϊκότητα]/pɛrənthʊd/
noun
1. The state of being a parent
- "To everyone's surprise, parenthood reformed the man"
- synonym:
- parenthood ,
- parentage
1. Η κατάσταση του να είσαι γονέας
- "Προς έκπληξη όλων, η γονεϊκότητα αναμόρφωσε τον άνθρωπο"
- συνώνυμο:
- γονεϊκότητα ,
- γονική μέριμνα