Translation meaning & definition of the word "parentage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "γονέας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Parentage
[Γονεϊκό]/pɛrəntəʤ/
noun
1. The state of being a parent
- "To everyone's surprise, parenthood reformed the man"
- synonym:
- parenthood ,
- parentage
1. Η κατάσταση του να είσαι γονέας
- "Προς έκπληξη όλων, η γονεϊκότητα αναμόρφωσε τον άνθρωπο"
- συνώνυμο:
- γονεϊκότητα ,
- γονική μέριμνα
2. The kinship relation of an offspring to the parents
- synonym:
- parentage ,
- birth
2. Η σχέση συγγένειας ενός απογόνου με τους γονείς
- συνώνυμο:
- γονική μέριμνα ,
- γέννηση
3. The descendants of one individual
- "His entire lineage has been warriors"
- synonym:
- lineage ,
- line ,
- line of descent ,
- descent ,
- bloodline ,
- blood line ,
- blood ,
- pedigree ,
- ancestry ,
- origin ,
- parentage ,
- stemma ,
- stock
3. Οι απόγονοι ενός ατόμου
- "Ολόκληρη η γενεαλογία του ήταν πολεμιστές"
- συνώνυμο:
- γενεαλογία ,
- γραμμή ,
- γραμμή καθόδου ,
- κατάβαση ,
- γραμμή αίματος ,
- αίμα ,
- καταγωγή ,
- προέλευση ,
- γονική μέριμνα ,
- στέλμα ,
- απόθεμα
Examples of using
His parentage was unknown to us.
Η πατρότητά του ήταν άγνωστη σε εμάς.