Translation meaning & definition of the word "pare" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "φοίνικας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pare
[Παραλείπω]/pɛr/
verb
1. Decrease gradually or bit by bit
- synonym:
- pare ,
- pare down
1. Μειώστε σταδιακά ή λίγο λίγο
- συνώνυμο:
- πειράζω
2. Cut small bits or pare shavings from
- "Whittle a piece of wood"
- synonym:
- whittle ,
- pare
2. Κόψτε μικρά κομμάτια ή περιποιημένα ξυρίσματα από
- "Μικρός ένα κομμάτι ξύλου"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- πειράζω
3. Strip the skin off
- "Pare apples"
- synonym:
- skin ,
- peel ,
- pare
3. Απομακρύνω το δέρμα
- "Πολλά μήλα"
- συνώνυμο:
- δέρμα ,
- φλούδα ,
- πειράζω
4. Remove the edges from and cut down to the desired size
- "Pare one's fingernails"
- "Trim the photograph"
- "Trim lumber"
- synonym:
- pare ,
- trim
4. Αφαιρέστε τις άκρες από και κόψτε στο επιθυμητό μέγεθος
- "Κάνε τα νύχια κάποιου"
- "Τρίβουμε τη φωτογραφία"
- "Ξυλεία"
- συνώνυμο:
- πειράζω ,
- τελειώματα