Translation meaning & definition of the word "pardon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συγχώρεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pardon
[Συγγνώμη]/pɑrdən/
noun
1. The act of excusing a mistake or offense
- synonym:
- forgiveness ,
- pardon
1. Η πράξη της απόρριψης ενός λάθους ή αδικήματος
- συνώνυμο:
- συγχώρεση ,
- συγγνώμη
2. A warrant granting release from punishment for an offense
- synonym:
- pardon ,
- amnesty
2. Ένταλμα χορήγησης απελευθέρωσης από την τιμωρία για αδίκημα
- συνώνυμο:
- συγγνώμη ,
- αμνηστία
3. The formal act of liberating someone
- synonym:
- amnesty ,
- pardon ,
- free pardon
3. Η επίσημη πράξη της απελευθέρωσης κάποιου
- συνώνυμο:
- αμνηστία ,
- συγγνώμη ,
- δωρεάν συγχώρεση
verb
1. Accept an excuse for
- "Please excuse my dirty hands"
- synonym:
- excuse ,
- pardon
1. Αποδεχτείτε μια δικαιολογία για
- "Συγγνώμη για τα βρώμικα χέρια μου"
- συνώνυμο:
- δικαιολογία ,
- συγγνώμη
2. Grant a pardon to
- "Ford pardoned nixon"
- "The thanksgiving turkey was pardoned by the president"
- synonym:
- pardon
2. Συγχωρώ
- "Ο φορντ συγχωρεί τον νίξον"
- "Η γαλοπούλα των ευχαριστιών συγχωρέθηκε από τον πρόεδρο"
- συνώνυμο:
- συγγνώμη
Examples of using
Tom's pardon was granted by the governor.
Η συγχώρεση του Τομ χορηγήθηκε από τον κυβερνήτη.
Please pardon me for coming late.
Σας παρακαλώ συγχωρέστε με που ήρθατε αργά.
He asked my pardon.
Ζήτησε τη συγχώρεσή μου.