Translation meaning & definition of the word "paratrooper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παράτροπος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Paratrooper
[Αλεξιπτωτιστήσ]/pɛrətrupər/
noun
1. A soldier in the paratroops
- synonym:
- paratrooper ,
- para
1. Ένας στρατιώτης στους αλεξιπτωτιστές
- συνώνυμο:
- αλεξιπτωτιστήσ ,
- παρα