Translation meaning & definition of the word "parasite" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παράσιτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Parasite
[Παράσιτο]/pɛrəsaɪt/
noun
1. An animal or plant that lives in or on a host (another animal or plant)
- It obtains nourishment from the host without benefiting or killing the host
- synonym:
- parasite
1. Ένα ζώο ή φυτό που ζει μέσα ή σε έναν ξενιστή (άλλο ζώο ή φυτό)
- Λαμβάνει τροφή από τον οικοδεσπότη χωρίς να επωφεληθεί ή να σκοτώσει τον οικοδεσπότη
- συνώνυμο:
- παράσιτο
2. A follower who hangs around a host (without benefit to the host) in hope of gain or advantage
- synonym:
- leech ,
- parasite ,
- sponge ,
- sponger
2. Ένας οπαδός που κρέμεται γύρω από έναν οικοδεσπότη (χωρίς όφελος για τον οικοδεσπότη) με την ελπίδα του κέρδους ή του πλεονεκτήματος
- συνώνυμο:
- λέχη ,
- παράσιτο ,
- σφουγγάρι ,
- σπογγώδησ
Examples of using
You're nothing more than a social parasite!
Δεν είσαι τίποτα περισσότερο από ένα κοινωνικό παράσιτο!