Translation meaning & definition of the word "paraplegic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραπληγική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Paraplegic
[Παραπληγικόσ]/pɛrəplɛgɪk/
noun
1. A person who has paraplegia (is paralyzed from the waist down)
- synonym:
- paraplegic
1. Ένα άτομο που έχει παραπληγία (παρέλυσε από τη μέση κάτω)
- συνώνυμο:
- παραπληγικόσ
adjective
1. Suffering complete paralysis of the lower half of the body usually resulting from damage to the spinal cord
- synonym:
- paraplegic
1. Υποφέρει από πλήρη παράλυση του κάτω μισού του σώματος που συνήθως προκαλείται από βλάβη στο νωτιαίο μυελό
- συνώνυμο:
- παραπληγικόσ