Translation meaning & definition of the word "parameter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παράμετρος" στην ελληνική γλώσσα
Parameter
[Παράμετρος]noun
1. A constant in the equation of a curve that can be varied to yield a family of similar curves
- synonym:
- parameter ,
- parametric quantity
1. Μια σταθερά στην εξίσωση μιας καμπύλης που μπορεί να ποικίλει για να αποδώσει μια οικογένεια παρόμοιων καμπυλών
- συνώνυμο:
- παράμετρος ,
- παραμετρική ποσότητα
2. Any factor that defines a system and determines (or limits) its performance
- synonym:
- parameter
2. Κάθε παράγοντας που ορίζει ένα σύστημα και καθορίζει το (περιορίζει την απόδοσή του
- συνώνυμο:
- παράμετρος
3. (computer science) a reference or value that is passed to a function, procedure, subroutine, command, or program
- synonym:
- argument ,
- parameter
3. (επιστήμη υπολογιστών ) μια αναφορά ή τιμή που μεταβιβάζεται σε μια συνάρτηση, διαδικασία, υπορουτίνα, εντολή ή πρόγραμμα
- συνώνυμο:
- επιχείρημα ,
- παράμετρος
4. A quantity (such as the mean or variance) that characterizes a statistical population and that can be estimated by calculations from sample data
- synonym:
- parameter
4. Μια ποσότητα (όπως η μέση ή διακύμανση) που χαρακτηρίζει έναν στατιστικό πληθυσμό και που μπορεί να εκτιμηθεί με υπολογισμούς από δείγμα
- συνώνυμο:
- παράμετρος