Translation meaning & definition of the word "parallel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παράλληλη" στην ελληνική γλώσσα
Parallel
[Παράλληλος]noun
1. Something having the property of being analogous to something else
- synonym:
- analogue ,
- analog ,
- parallel
1. Κάτι που έχει την ιδιότητα να είναι ανάλογο με κάτι άλλο
- συνώνυμο:
- αναλογικό ,
- αναλογικός ,
- παράλληλοσ
2. An imaginary line around the earth parallel to the equator
- synonym:
- latitude ,
- line of latitude ,
- parallel of latitude ,
- parallel
2. Μια φανταστική γραμμή γύρω από τη γη παράλληλη με τον ισημερινό
- συνώνυμο:
- γεωγραφικό πλάτος ,
- γραμμή γεωγραφικού πλάτους ,
- παράλληλος του γεωγραφικού πλάτους ,
- παράλληλοσ
3. (mathematics) one of a set of parallel geometric figures (parallel lines or planes)
- "Parallels never meet"
- synonym:
- parallel
3. (μαθηματικά) ένα από ένα σύνολο παράλληλων γεωμετρικών μορφών (παράλληλων γραμμών ή αεροπλάνων)
- "Οι παράλληλοι δεν συναντιούνται ποτέ"
- συνώνυμο:
- παράλληλοσ
verb
1. Be parallel to
- "Their roles are paralleled by ours"
- synonym:
- parallel
1. Είμαι παράλληλος με
- "Οι ρόλοι τους είναι παράλληλοι με τους δικούς μας"
- συνώνυμο:
- παράλληλοσ
2. Make or place parallel to something
- "They paralleled the ditch to the highway"
- synonym:
- parallel ,
- collimate
2. Κάντε ή τοποθετήστε το παράλληλο σε κάτι
- "Παράλληλα με την τάφρο στον αυτοκινητόδρομο"
- συνώνυμο:
- παράλληλοσ ,
- περικλείω
3. Duplicate or match
- "The polished surface twinned his face and chest in reverse"
- synonym:
- twin ,
- duplicate ,
- parallel
3. Διπλότυπο ή αγώνα
- "Η γυαλισμένη επιφάνεια δίδυμα το πρόσωπο και το στήθος του αντίστροφα"
- συνώνυμο:
- δίδυμος ,
- διπλότυπο ,
- παράλληλοσ
adjective
1. Being everywhere equidistant and not intersecting
- "Parallel lines never converge"
- "Concentric circles are parallel"
- "Dancers in two parallel rows"
- synonym:
- parallel
1. Να είσαι παντού ισότιμος και να μην τέμνεσαι
- "Οι παράλληλες γραμμές δεν συγκλίνουν ποτέ"
- "Οι κύκλοι είναι παράλληλοι"
- "Επαγγελματίες σε δύο παράλληλες σειρές"
- συνώνυμο:
- παράλληλοσ
2. Of or relating to the simultaneous performance of multiple operations
- "Parallel processing"
- synonym:
- parallel
2. Από ή σχετίζονται με την ταυτόχρονη εκτέλεση πολλαπλών πράξεων
- "Παράλληλη επεξεργασία"
- συνώνυμο:
- παράλληλοσ