Translation meaning & definition of the word "paragon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραγώνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Paragon
[Παραγώνιο]/pɛrəgɑn/
noun
1. An ideal instance
- A perfect embodiment of a concept
- synonym:
- paragon ,
- idol ,
- perfection ,
- beau ideal
1. Μια ιδανική περίπτωση
- Μια τέλεια ενσάρκωση μιας έννοιας
- συνώνυμο:
- παραγώνιο ,
- είδωλο ,
- τελειότητα ,
- μπουφ ιδανικό
2. Model of excellence or perfection of a kind
- One having no equal
- synonym:
- ideal ,
- paragon ,
- nonpareil ,
- saint ,
- apotheosis ,
- nonesuch ,
- nonsuch
2. Μοντέλο αριστείας ή τελειότητας ενός είδους
- Κανείς δεν έχει ίσους
- συνώνυμο:
- ιδανικό ,
- παραγώνιο ,
- εννεπίπεδη ,
- άγιος ,
- αποθέωση ,
- εννεετική ,
- απαρατήρητοσ