Translation meaning & definition of the word "paradox" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παράδοξο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Paradox
[Παράδοξο]/pɛrədɑks/
noun
1. (logic) a statement that contradicts itself
- "`i always lie' is a paradox because if it is true it must be false"
- synonym:
- paradox
1. (λογικό) μια δήλωση που έρχεται σε αντίθεση με τον εαυτό της
- "Πάντα λέω ψέματα είναι ένα παράδοξο, γιατί αν είναι αλήθεια πρέπει να είναι ψεύτικο"
- συνώνυμο:
- παράδοξο
Examples of using
The paradox of sport is that it bonds as it divides.
Το παράδοξο του αθλητισμού είναι ότι δένει καθώς διαιρείται.