Translation meaning & definition of the word "paradise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παράδεισος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Paradise
[Παράδεισος]/pɛrədaɪs/
noun
1. Any place of complete bliss and delight and peace
- synonym:
- Eden ,
- paradise ,
- nirvana ,
- heaven ,
- promised land ,
- Shangri-la
1. Κάθε τόπος απόλυτης ευδαιμονίας και απόλαυσης και ειρήνης
- συνώνυμο:
- Έντεν ,
- παράδεισος ,
- νιρβάνα ,
- ουρανός ,
- υποσχεμένη γη ,
- Σαγκρί-λα
2. (christianity) the abode of righteous souls after death
- synonym:
- Paradise
2. (χριστιανισμός) η κατοικία των δικαίων ψυχών μετά το θάνατο
- συνώνυμο:
- Παράδεισος
Examples of using
This island is a paradise for children.
Το νησί είναι ένας παράδεισος για τα παιδιά.
This beach is a paradise for surfers.
Αυτή η παραλία είναι ένας παράδεισος για σέρφερ.
This park is a paradise for children.
Αυτό το πάρκο είναι ένας παράδεισος για τα παιδιά.