Translation meaning & definition of the word "paradigm" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παράδειγμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Paradigm
[Παράδειγμα]/pɛrədaɪm/
noun
1. Systematic arrangement of all the inflected forms of a word
- synonym:
- paradigm
1. Συστηματική διάταξη όλων των κλειστών μορφών μιας λέξης
- συνώνυμο:
- παράδειγμα
2. A standard or typical example
- "He is the prototype of good breeding"
- "He provided america with an image of the good father"
- synonym:
- prototype ,
- paradigm ,
- epitome ,
- image
2. Ένα τυπικό ή τυπικό παράδειγμα
- "Είναι το πρωτότυπο της καλής αναπαραγωγής"
- "Έδωσε στην αμερική μια εικόνα του καλού πατέρα"
- συνώνυμο:
- πρωτότυπο ,
- παράδειγμα ,
- επιτομή ,
- εικόνα
3. The class of all items that can be substituted into the same position (or slot) in a grammatical sentence (are in paradigmatic relation with one another)
- synonym:
- substitution class ,
- paradigm
3. Η κατηγορία όλων των αντικειμένων που μπορούν να αντικατασταθούν στην ίδια θέση (ορ κουλοχέρη σε μια γραμματική πρόταση ) σε παραδειγματική σχέση
- συνώνυμο:
- κατηγορία υποκατάστασης ,
- παράδειγμα
4. The generally accepted perspective of a particular discipline at a given time
- "He framed the problem within the psychoanalytic paradigm"
- synonym:
- paradigm
4. Η γενικά αποδεκτή προοπτική μιας συγκεκριμένης πειθαρχίας σε μια δεδομένη στιγμή
- "Πλαισίωσε το πρόβλημα μέσα στο ψυχαναλυτικό παράδειγμα"
- συνώνυμο:
- παράδειγμα