Translation meaning & definition of the word "parachute" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλεξίπτωτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Parachute
[Αλεξίπτωτο]/pɛrəʃut/
noun
1. Rescue equipment consisting of a device that fills with air and retards your fall
- synonym:
- parachute ,
- chute
1. Εξοπλισμός διάσωσης που αποτελείται από μια συσκευή που γεμίζει με αέρα και επιβραδύνει την πτώση σας
- συνώνυμο:
- αλεξίπτωτο ,
- υδατοπτώσ
verb
1. Jump from an airplane and descend with a parachute
- synonym:
- chute ,
- parachute ,
- jump
1. Πηδήξτε από αεροπλάνο και κατεβείτε με αλεξίπτωτο
- συνώνυμο:
- υδατοπτώσ ,
- αλεξίπτωτο ,
- άλμα