Translation meaning & definition of the word "par" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Par
[Παρ]/pɑr/
noun
1. (golf) the standard number of strokes set for each hole on a golf course, or for the entire course
- "A par-5 hole"
- "Par for this course is 72"
- synonym:
- par
1. (γκολφ) ο τυπικός αριθμός των εγκεφαλικών επεισοδίων που έχουν οριστεί για κάθε τρύπα σε ένα γήπεδο γκολφ, ή για ολόκληρο το μάθημα
- "Μια τρύπα παρ-5"
- "Παρ για αυτό το μάθημα είναι 72"
- συνώνυμο:
- παρ
2. A state of being essentially equal or equivalent
- Equally balanced
- "On a par with the best"
- synonym:
- equality ,
- equivalence ,
- equation ,
- par
2. Μια κατάσταση που είναι ουσιαστικά ίση ή ισοδύναμη
- Εξίσου ισορροπημένη
- "Στο ίδιο επίπεδο με το καλύτερο"
- συνώνυμο:
- ισότητα ,
- ισοδυναμία ,
- εξίσωση ,
- παρ
verb
1. Make a score (on a hole) equal to par
- synonym:
- par
1. Κάντε μια βαθμολογία (όν μια τρύπα) ίσο με παρ
- συνώνυμο:
- παρ