Translation meaning & definition of the word "paperweight" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαρτί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Paperweight
[Χαρτί]/pepərwet/
noun
1. A weight used to hold down a stack of papers
- synonym:
- paperweight
1. Ένα βάρος που χρησιμοποιείται για να κρατήσει κάτω μια στοίβα χαρτιά
- συνώνυμο:
- χάρτινο βάρος