Translation meaning & definition of the word "paper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαρτί" στην ελληνική γλώσσα
Paper
[Χαρτί]noun
1. A material made of cellulose pulp derived mainly from wood or rags or certain grasses
- synonym:
- paper
1. Ένα υλικό κατασκευασμένο από πολτό κυτταρίνης που προέρχεται κυρίως από ξύλο ή κουρέλια ή ορισμένα χόρτα
- συνώνυμο:
- χαρτί
2. An essay (especially one written as an assignment)
- "He got an a on his composition"
- synonym:
- composition ,
- paper ,
- report ,
- theme
2. Ένα δοκίμιο ( ειδικά ένα γραμμένο ως ανάθεση)
- "Πήρε ένα α στη σύνθεσή του"
- συνώνυμο:
- σύνθεση ,
- χαρτί ,
- έκθεση ,
- θέμα
3. A daily or weekly publication on folded sheets
- Contains news and articles and advertisements
- "He read his newspaper at breakfast"
- synonym:
- newspaper ,
- paper
3. Μια ημερήσια ή εβδομαδιαία δημοσίευση σε διπλωμένα φύλλα
- Περιέχει νέα και άρθρα και διαφημίσεις
- "Διάβασε την εφημερίδα του στο πρωινό"
- συνώνυμο:
- εφημερίδα ,
- χαρτί
4. A medium for written communication
- "The notion of an office running without paper is absurd"
- synonym:
- paper
4. Ένα μέσο για γραπτή επικοινωνία
- "Η έννοια του γραφείου που τρέχει χωρίς χαρτί είναι παράλογη"
- συνώνυμο:
- χαρτί
5. A scholarly article describing the results of observations or stating hypotheses
- "He has written many scientific papers"
- synonym:
- paper
5. Ένα επιστημονικό άρθρο που περιγράφει τα αποτελέσματα των παρατηρήσεων ή δηλώνει υποθέσεις
- "Έχει γράψει πολλές επιστημονικές εργασίες"
- συνώνυμο:
- χαρτί
6. A business firm that publishes newspapers
- "Murdoch owns many newspapers"
- synonym:
- newspaper ,
- paper ,
- newspaper publisher
6. Μια επιχείρηση που εκδίδει εφημερίδες
- "Ο μέρντοχ έχει πολλές εφημερίδες"
- συνώνυμο:
- εφημερίδα ,
- χαρτί ,
- εκδότης εφημερίδας
7. The physical object that is the product of a newspaper publisher
- "When it began to rain he covered his head with a newspaper"
- synonym:
- newspaper ,
- paper
7. Το φυσικό αντικείμενο που είναι το προϊόν ενός εκδότη εφημερίδας
- "Όταν άρχισε να βρέχει, κάλυψε το κεφάλι του με μια εφημερίδα"
- συνώνυμο:
- εφημερίδα ,
- χαρτί
verb
1. Cover with paper
- "Paper the box"
- synonym:
- paper
1. Καλύψτε με χαρτί
- "Χαρτί το κουτί"
- συνώνυμο:
- χαρτί
2. Cover with wallpaper
- synonym:
- wallpaper ,
- paper
2. Κάλυψη με ταπετσαρία
- συνώνυμο:
- ταπετσαρία ,
- χαρτί