Translation meaning & definition of the word "panoramic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πανοραμική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Panoramic
[Πανοραμική]/pænəræmɪk/
adjective
1. As from an altitude or distance
- "A bird's-eye survey"
- "A panoramic view"
- synonym:
- bird's-eye ,
- panoramic
1. Από υψόμετρο ή απόσταση
- "Μια έρευνα για τα μάτια ενός πουλιού"
- "Πανοραμική θέα"
- συνώνυμο:
- μάτι του πουλιού ,
- πανοραμική