Translation meaning & definition of the word "panic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πανικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Panic
[Πανικός]/pænɪk/
noun
1. An overwhelming feeling of fear and anxiety
- synonym:
- panic ,
- terror ,
- affright
1. Ένα συντριπτικό αίσθημα φόβου και άγχους
- συνώνυμο:
- πανικός ,
- τρόμος ,
- επιβλαβήσ
2. Sudden mass fear and anxiety over anticipated events
- "Panic in the stock market"
- "A war scare"
- "A bomb scare led them to evacuate the building"
- synonym:
- panic ,
- scare
2. Ξαφνικός μαζικός φόβος και άγχος για τα αναμενόμενα γεγονότα
- "Πανικός στο χρηματιστήριο"
- "Φόβος πολέμου"
- "Ένας φόβος της βόμβας τους οδήγησε να εκκενώσουν το κτίριο"
- συνώνυμο:
- πανικός ,
- τρομάζω
verb
1. Be overcome by a sudden fear
- "The students panicked when told that final exams were less than a week away"
- synonym:
- panic
1. Να ξεπεραστεί από έναν ξαφνικό φόβο
- "Οι μαθητές πανικοβλήθηκαν όταν είπαν ότι οι τελικές εξετάσεις ήταν λιγότερο από μια εβδομάδα μακριά"
- συνώνυμο:
- πανικός
2. Cause sudden fear in or fill with sudden panic
- "The mere thought of an isolation cell panicked the prisoners"
- synonym:
- panic
2. Προκαλέστε ξαφνικό φόβο μέσα ή γεμίστε με ξαφνικό πανικό
- "Η απλή σκέψη ενός κελιού απομόνωσης πανικοβλήθηκε τους κρατούμενους"
- συνώνυμο:
- πανικός
Examples of using
Tom is having a panic attack.
Ο Τομ έχει μια κρίση πανικού.
Tom tried not to panic.
Ο Τομ προσπάθησε να μην πανικοβληθεί.
Please don't panic.
Σε παρακαλώ μην πανικοβληθείς.