Translation meaning & definition of the word "panel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πίνακας" στην ελληνική γλώσσα
Panel
[Πάνελ]noun
1. Sheet that forms a distinct (usually flat and rectangular) section or component of something
- synonym:
- panel
1. Φύλλο που σχηματίζει ένα ξεχωριστό (συνήθως επίπεδο και ορθογώνιο) τμήμα ή συστατικό κάτι
- συνώνυμο:
- πίνακας
2. A committee appointed to judge a competition
- synonym:
- jury ,
- panel
2. Μια επιτροπή που διορίζεται για να κρίνει έναν διαγωνισμό
- συνώνυμο:
- κριτική επιτροπή ,
- πίνακας
3. (law) a group of people summoned for jury service (from whom a jury will be chosen)
- synonym:
- panel ,
- venire
3. (νάβ) μια ομάδα ανθρώπων που κλήθηκαν για την υπηρεσία της κριτικής επιτροπής (από την οποία θα επιλεγεί μια κριτική επιτροπή)
- συνώνυμο:
- πίνακας ,
- βενετία
4. A group of people gathered for a special purpose as to plan or discuss an issue or judge a contest etc
- synonym:
- panel
4. Μια ομάδα ανθρώπων συγκεντρώθηκαν για έναν ειδικό σκοπό να σχεδιάσουν ή να συζητήσουν ένα θέμα ή να κρίνουν ένα διαγωνισμό κ.λπ
- συνώνυμο:
- πίνακας
5. A soft pad placed under a saddle
- synonym:
- panel
5. Ένα μαλακό μαξιλάρι τοποθετημένο κάτω από μια σέλα
- συνώνυμο:
- πίνακας
6. A piece of cloth that is generally triangular or tapering
- Used in making garments or umbrellas or sails
- synonym:
- gore ,
- panel
6. Ένα κομμάτι ύφασμα που είναι γενικά τριγωνικό ή κωνικό
- Χρησιμοποιείται για την κατασκευή ενδυμάτων ή ομπρέλων ή πανιών
- συνώνυμο:
- γκόρε ,
- πίνακας
7. (computer science) a small temporary window in a graphical user interface that appears in order to request information from the user
- After the information has been provided the user dismisses the box with `okay' or `cancel'
- synonym:
- dialog box ,
- panel
7. (επιστήμη υπολογιστών) ένα μικρό προσωρινό παράθυρο σε μια γραφική διεπαφή χρήστη που εμφανίζεται για να ζητήσει πληροφορίες από το χρήστη
- Μετά την παροχή των πληροφοριών ο χρήστης απορρίπτει το κουτί με `εντάξει' ή `ακυρώσει'
- συνώνυμο:
- παράθυρο διαλόγου ,
- πίνακας
8. Electrical device consisting of a flat insulated surface that contains switches and dials and meters for controlling other electrical devices
- "He checked the instrument panel"
- "Suddenly the board lit up like a christmas tree"
- synonym:
- control panel ,
- instrument panel ,
- control board ,
- board ,
- panel
8. Ηλεκτρική συσκευή που αποτελείται από μια επίπεδη μονωμένη επιφάνεια που περιέχει διακόπτες και καντράν και μέτρα
- "Έλεγξε τον πίνακα οργάνων"
- "Ξαφνικά το ταμπλό φώτιζε σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο"
- συνώνυμο:
- πίνακας ελέγχου ,
- πίνακας οργάνων ,
- πίνακας
verb
1. Decorate with panels
- "Panel the walls with wood"
- synonym:
- panel
1. Διακοσμήστε με πάνελ
- "Πάνελ τους τοίχους με ξύλο"
- συνώνυμο:
- πίνακας
2. Select from a list
- "Empanel prospective jurors"
- synonym:
- empanel ,
- impanel ,
- panel
2. Επιλέξτε από μια λίστα
- "Εμπνευστές υποψήφιοι κριτές"
- συνώνυμο:
- εμπανέλ ,
- αντιπροσωπεύω ,
- πίνακας