Translation meaning & definition of the word "pander" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παντερ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pander
[Πατέρασ]/pændər/
noun
1. Someone who procures customers for whores (in england they call a pimp a ponce)
- synonym:
- pimp ,
- procurer ,
- panderer ,
- pander ,
- pandar ,
- fancy man ,
- ponce
1. Κάποιος που προμηθεύει πελάτες για πόρνες (στην αγγλία αποκαλούν ένα σπυράκι ένα πόντσι)
- συνώνυμο:
- πιπίλα ,
- προμηθευτήσ ,
- παραπαίων ,
- παντελόνι ,
- παντάρ ,
- φανταχτερός άνθρωπος ,
- πόνσε
verb
1. Yield (to)
- Give satisfaction to
- synonym:
- gratify ,
- pander ,
- indulge
1. Απόδοση (-)
- Δίνω ικανοποίηση σε
- συνώνυμο:
- ικανοποιώ ,
- παντελόνι ,
- επιτρέπω
2. Arrange for sexual partners for others
- synonym:
- pander ,
- pimp ,
- procure
2. Φροντίστε για σεξουαλικούς συντρόφους για άλλους
- συνώνυμο:
- παντελόνι ,
- πιπίλα ,
- προμηθεύω