Translation meaning & definition of the word "panama" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παναμάς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Panama
[Παναμάς]/pænəmɑ/
noun
1. A republic on the isthmus of panama
- Achieved independence from colombia in 1903
- synonym:
- Panama ,
- Republic of Panama
1. Μια δημοκρατία στον ισθμό του παναμά
- Απέκτησε την ανεξαρτησία της από την κολομβία το 1903
- συνώνυμο:
- Παναμάς ,
- Δημοκρατία του Παναμά
2. A stiff hat made of straw with a flat crown
- synonym:
- boater ,
- leghorn ,
- Panama ,
- Panama hat ,
- sailor ,
- skimmer ,
- straw hat
2. Ένα σκληρό καπέλο από άχυρο με επίπεδη κορώνα
- συνώνυμο:
- βυθός ,
- λεγκόρν ,
- Παναμάς ,
- Καπέλο του Παναμά ,
- ναύτης ,
- αποβουτυρωτήσ ,
- ψάθινο καπέλο